ΠΛΗΜΜΥΡΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΛΗΜΜΥΡΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
ΠΛΗΜΜΥΡΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΛΗΜΜΥΡΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
προσθετές σημειώσεις κεφαλαίου 1


BACK

ΠΛΗΜΜΥΡΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΛΗΜΜΥΡΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

1. Εισαγωγή.
Τα κλιματικά στοιχεία της Ελλάδας που σχετίζονται με τις πλημμύρες αλλά και τις ξηρασίες παρουσιάζουν σημαντική γεωγραφική μεταβλητότητα. Η ανεπτυγμένη ακτογραμμή και το έντονο ανάγλυφο (ορογραφία) είναι στο μεγαλύτερο βαθμό υπεύθυνα για αυτή τη μεταβλητότητα.
Η οροσειρά της Πίνδου που διασχίζει τη χώρα από βορειοδυτικά προς νότια, όπως φαίνεται στο χάρτη (Δ1.2) παίζει σημαντικό ρόλο στις διαδικασίες βροχόπτωσης και απορροής στην Ελλάδα. Όπως φαίνεται στη (Δ1.3), η μέση ετήσια βροχόπτωση ξεπερνάει τα 1800 mm στις ορεινές περιοχές της δυτικής Ελλάδας, ενώ στα ανατολικά διαμερίσματα της χώρας η τιμή αυτή μπορεί να "πέσει" ακόμη και στα 400 mm. Η τελευταία διαπίστωση εξηγεί τις πιο συχνές περιόδους ξηρασίας στο ανατολικό μέρος της χώρας καθώς και σε πολλά νησιά του Αιγαίου, όπου τα προβλήματα ελλείψεως νερού είναι σχεδόν μόνιμα. Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι εξαιρετικά γεγονότα πλημμυρών είναι ιδιαίτερα σπάνια στο σχετικά ξηρό ανατολικό μέρος της Ελλάδας. Το μέγιστο 24-ωρο ύψος βροχής για βροχόπτωση περιόδου επαναφοράς 50 χρόνων (που θα μπορούμε να θεωρηθεί μία πολύ πρόχειρη εκτίμηση της σοβαρότητας μιας πλημμύρας) μπορεί να φτάσει τα 175 mm στη δυτική Ελλάδα, μειώνεται στα 100mm ανατολικά της οροσειράς της Πίνδου και αυξάνεται ξανά στα 175 mm για τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Πρέπει να σημειωθεί ότι η μείωση του μέγιστου ύψους βροχής 24-ωρης διάρκειας που λαμβάνει χώρα από τα δυτικά προς τα ανατολικά της Ελλάδας δεν είναι τόσο έντονη όσο η αντίστοιχη μείωση που παρατηρείται στη μέση ετήσια βροχόπτωση και σχεδόν εξαλείφεται αν θεωρήσουμε μικρότερες διάρκειες βροχής, όπως ωριαίες. Αποτέλεσμα αυτού του κλιματικού καθεστώτος σε συνδυασμό με την γεωμορφολογία και την επιφανειακή βλάστηση είναι ότι παρατηρούνται περισσότερες καταστροφικές πλημμύρες στην ανατολική Ελλάδα από ότι στην "υγρή" δυτική Ελλάδα.

Οι πλημμύρες στην Ελλάδα οφείλονται συνήθως στις έντονες βροχοπτώσεις. Οι περισσότερες έντονες βροχοπτώσεις παράγονται από το πέρασμα χαμηλών βαρομετρικών που συνήθως συνοδεύονται από ψυχρά μέτωπα (και πιο σπάνια από θερμά), που καταφθάνουν από τα δυτικά, νοτιοδυτικά ή βορειοδυτικά όπως φαίνεται στη (Δ1.4), όπου μπορεί κάποιος να δει τις κύριες πορείες των κυκλωνικών τύπων καιρού στην περιοχή.
Η μείωση των δασικών εκτάσεων και η αστικοποίηση παίζουν επίσης πολύ σημαντικό ρόλο στη πρόκληση πλημμυρών. Οι δύο αυτοί παράγοντες είναι υπεύθυνοι για την αυξανόμενη σοβαρότητα και καταστροφική δύναμη των πλημμυρικών γεγονότων. Η αποδάσωση και η διάβρωση του εδάφους που αυτή συνεπάγεται είναι ένα σοβαρότατο πρόβλημα στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ στο ξεκίνημα του 19ου αιώνα η δασική κάλυψη της χώρας αντιπροσώπευε πάνω από 40% της συνολικής της έκτασης, σήμερα αντιπροσωπεύει μόλις το 18%. Kύριος λόγος της αποδάσωσης είναι οι πυρκαγιές. Ειδικά για το θέμα της πυρκαγιάς και των συνεπειών της θα επιμείνουμε περισσότερο γιατί είναι πολύ σοβαρό και εξελίσσεται σε καθοριστικό παράγοντα για την "πλημμυρική" τύχη πολλών αστικών κέντρων στη χώρα και ιδιαίτερα της Αθήνας. Εκτός λοιπόν από τις άμεσες συνέπειες της πυρκαγιάς όπως η έλλειψη πρασίνου και οξυγόνου, η καταστροφή καλλιεργειών κλπ, υπάρχουν και οι δευτερογενείς συνέπειες όπως: (Δ1.5)
· Αύξηση θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας (στο δάσος η θερμοκρασία είναι 8-10 °C μικρότερη από την εξωτερική) και επιδείνωση του φαινόμενου του θερμοκηπίου με άμεσες συνέπειες στους υδατικούς πόρους
· Μείωση ανασταλτικής δράσης κατά της ρύπανσης με επιδείνωση της φωτοχημικής "σούπας" των πόλεων (μείωση απορρόφησης SO2 κλπ)
· Αύξηση συντελεστή επιφανειακής απορροής κατά τη διάρκεια των πλημμυρών (η αιχμή αυξάνεται κατά 30-40%) με σημαντική αύξηση του πλημμυρικού όγκου.
· Διάβρωση εδάφους-επιχωματώσεις, των οποίων αποτέλεσμα είναι το μπάζωμα των ρεμάτων (επιπλέον του ανθρωπογενούς μπαζώματος) και, συνεπώς, η περαιτέρω μείωση της ανασχετικής ικανότητα τους.
· Μείωση τροφοδοσίας υπογείων υδροφορέων - μείωση παροχευτικότητας γεωτρήσεων
· Αύξηση της εξάτμισης και της ξηρασίας (κατά της περιόδους ανομβρίας)

Επιπλέον ενδεικτικά στοιχεία για τις συνέπειες των πυρκαγιών στα δάση είναι τα εξής:

- 1 εκτάριο δάσους εξασφαλίζει την αναπνοή σε 10 ανθρώπους
- 1 εκτάριο δάσους πεύκης συγκρατεί μέχρι 32 τόνους σκόνης
- 1 εκτάριο δάσους οξιάς συγκρατεί μέχρι 64 τόνους σκόνης
- 1 εκτάριο δάσους ελάτης απορροφά μέχρι 25 κιλά SO2 ή άλλα οξείδια (CO2 -φαινόμενο θερμοκηπίου)

Εδώ, τελειώνοντας αυτήν την εισαγωγή, είναι σκόπιμο να αναφερθούμε ειδικά στην περίπτωση της Αθήνας, η οποία είναι μια εξαιρετικά πλημμυροπαθής περιοχή.

Η ευρύτερη περιφέρεια της Αθήνας αποτελεί την πιο αστικοποιημένη περιοχή της χώρας με πληθυσμό περίπου 4 εκατομμυρίων (40% του συνολικού πληθυσμού της χώρας). Μερικές από τις πιο σοβαρές πλημμύρες που κόστισαν ανθρώπινες ζωές στην Αθήνα αναφέρονται στον πίνακα (Δ1.6), όπου φαίνεται ότι τα τελευταία 100 χρόνια, 179 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, από τους οποίους 96 κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριακονταπενταετίας (Στην Δ1.6α φαίνονται οι ανθρώπινες απώλειες από τις πλημμύρες σε σχέση και με άλλες φυσικές καταστροφές). Αυτά τα μεγέθη είναι ψηλότερα από οπουδήποτε αλλού στην Ελλάδα. Για να έχουμε μια ιδέα για τον τρόπο εμφάνισης και τις συνέπειες εξαιρετικών πλημμυρικών γεγονότων θα αναφερθούμε επί τροχάδην στη πιο σοβαρή πλημμύρα των τελευταίων 50 ετών, οποία έλαβε χώρα στις 21-22 Οκτωβρίου 1994. Το αίτιο του πλημμυρικού γεγονότος ήταν ένα κυκλωνικό σύστημα με ψυχρό μέτωπο που δημιουργήθηκε στην κεντρική Μεσόγειο και αναπτύχθηκε ανατολικά. Στη (Δ1.7), βλέπουμε τον επιφανειακό μετεωρολογικό χάρτη στις 12:00 UTC (Universal Time Constant) στις 21 Οκτωβρίου 1994 και στην επόμενη (Δ1.8) τον ίδιο χάρτη στις 18:00 UTC, όπου το χαμηλό κέντρο του συστήματος ήταν μεταξύ Ιταλίας και Σικελίας και το ψυχρό μέτωπο μετατοπιζόταν προς το Ιόνιο πέλαγος και τη Στερεά Ελλάδα. Στη (Δ1.9) βλέπουμε την νέφωση από το δορυφόρο για τη καταιγίδα αυτή. Στη (Δ1.10) φαίνεται το υετόγραμμα της καταιγίδας για την οποία έχει βρεθεί ότι η περίοδος επαναφοράς της ήταν 50 έτη. Από την πλημμύρα που προκλήθηκε 9 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ενώ έγιναν μεγάλες καταστροφές στα υδραυλικά, ηλεκτρικά, αποχετευτικά, συγκοινωνιακά κλπ δίκτυα της πόλης

Με βάση τα στοιχεία που αναφέρθηκαν προηγουμένως, ιδιαίτερα για τους θανάτους που προκλήθηκαν από τις πλημμύρες στην Αττική τα τελευταία 100 χρόνια, μπορεί κανείς να πει ότι ο πλημμυρικός κίνδυνος είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Επιπλέον θα πρέπει να αναφερθούν και οι τεράστιες υλικές ζημιές πολλών δισεκατομμυρίων που διαπιστώνονται μετά από κάθε πλημμύρα. Παρ΄ όλα αυτά δεν υπάρχει ανάλογη συνειδητοποίηση του κινδύνου και κινητοποίηση για αντιμετώπιση από την πολιτεία.

2. Τα Αιτία των πλημμυρικών καταστροφών.

Είναι γνωστό ότι το φυσικό αίτιο μιας πλημμύρας είναι μια ισχυρή καταιγίδα, ιδιαίτερα σε περιόδους υγρές, όπου το έδαφος έχει σχετικά μικρή διηθησιμότητα. Δυστυχώς όμως η συχνότητα των πλημμυρών που δημιουργούν καταστροφές ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα δεν συμβαδίζει με αυτή των καταιγίδων που τις προκαλούν. Είναι γνωστό ότι ακόμα και σχετικά μικρές βροχοπτώσεις μπορούν να επιφέρουν την καταστροφή. Αυτό γίνεται γιατί υπάρχουν ανθρωπογενή και τεχνητά αίτια πλημμυρογένεσης .

Αναφερόμενοι κυρίως στις αστικές περιοχές, που ενδιαφέρουν και περισσότερο από πλευράς προστασίας των κατοίκων, τα αίτια αυτά είναι τα εξής (Δ1.11):

- Η ολοένα αυξανόμενη αστικοποίηση και η μείωση του πράσινου (των δασών κ.λ.π. ) από πυρκαγιές και άλλες αιτίες, με άμεσο αποτέλεσμα την σημαντική συντόμευση του χρόνου συρροής των νερών και την μεγάλη αύξηση του συντελεστή απορροής (π.χ. από 25-35% που μπορεί να είναι σε μια εξωαστική περιοχή μπορεί να αυξηθεί σε 90-95% σε μια αστική) δηλαδή το 90-95% της βροχής μετατρέπεται σε απορροή!! Αυτό σημαίνει ότι μια συγκεκριμένη βροχόπτωση αποδίδει πολύ μεγαλύτερη ποσότητα απορροής τώρα απ'ότι στο παρελθόν.
- Η εξαφάνιση πρακτικά του υδρογραφικού δικτύου μέσα στις πόλεις όπου τα ρέματα έχουν καλυφθεί από δρόμους, πλατείες και σπίτια.
- Η ανεπάρκεια των ρεμάτων που έχουν μείνει να πάρουν την αυξημένη (όπως εξηγήθηκε πριν) απορροή και λόγω της μειωμένης συνήθως διατομής τους, αφού τα περισσότερα είναι μπαζωμένα ή έχουν δομηθεί παράνομα. Θα πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι είναι ευχής έργο που υπερχειλίζουν οι δρόμοι, τα υπόγεια κ.λ.π. και τα νερά όλα δεν καταλήγουν στους φυσικούς τους αποδέκτες (τα ρέματα). Γιατί αν συνέβαινε αυτό τότε θα είχαμε μεγαλύτερες καταστροφές και θα θρηνούσαμε περισσότερα θύματα. Οι πλημμυρισμένοι δρόμοι κ.λ.π. που βλέπουμε κατά τη διάρκεια των πλημμυρών δρουν ανακουφιστικά στην περίπτωση αυτή.
- Η ανεπάρκεια των δικτύων ομβρίων που είναι παλαιά και μελετημένα για άλλες συνθήκες. Αναφερόμαστε στο πρωτεύον δίκτυο, γιατί το δευτερεύον και ιδιαίτερα το τριτεύον δίκτυο είναι ανύπαρκτα σε πολλές περιοχές. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα με την παραμικρή βροχή να πλημμυρίζουν οι δρόμοι και να δίνουν οι πόλεις μια τριτοκοσμική εικόνα.
- Η ανεπαρκής συντήρηση των υπαρκτών δικτύων και ο ελλιπής καθαρισμός των φρεάτων. (Τα σκουπίδια, τα μπάζα κ.λ.π. που αφήνονται στους δρόμους φράζουν τα φρεάτια με την πρώτη βροχή και επιδεινώνουν την κατάσταση περαιτέρω).
- Οι μελέτες των αντιπλημμυρικών έργων που θα πρέπει να εκσυγχρονισθούν με βάση τις εξελίξεις της επιστήμης και όχι να βασίζονται σε πεπαλαιωμένες εμπειρικές μεθόδους (Rational Formula κ.λ.π.). Οι περίοδοι επαναφοράς θα πρέπει να επιλέγονται με προσοχή για κάθε ένα έργο ανάλογα με τον χαρακτήρα του και την σημαντικότητά του από πλευράς παροχής προστασίας αλλά και την ανάλυση κόστους-οφέλους από το έργο. Δεν πρέπει να δίνονται γενικές "ρετσέτες" του τύπου: ''τα πρωτεύοντα δίκτυα πρέπει να σχεδιάζονται με Τ=5-10 χρόνια'' κ.λ.π., που εξ' άλλου είναι απαράδεκτα νούμερα. Εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μια σύγχυση που επικρατεί συνήθως σχετικά με την περίοδο επαναφοράς και την αστοχία του έργου. Κάθε έργο σχεδιάζεται με βάση μια πλημμύρα σχεδιασμού απέναντι στην οποία προφυλάσσει τις κατάντη περιοχές και αστοχεί αν η πλημμύρα αυτή υπερβληθεί. Η περίοδος επαναφοράς είναι η μέση χρονική περίοδος επανάληψης αυτής της πλημμύρας. Όταν λέμε λοιπόν: Τ=10 έτη, εννοούμε ότι η πλημμύρα σχεδιασμού του έργου μπορεί να συμβεί και να υπερβληθεί κάθε στιγμή με πιθανότητα 10%. Η αστοχία του έργου δηλαδή η πιθανότητα να αστοχήσει το έργο και να καταστραφεί πνίγοντας τις περιοχές που προφυλάσσει μέσα στην ωφέλιμη ζωή του, που μπορεί π.χ. να είναι 30 χρόνια (δηλαδή η πιθανότητα να εμφανισθεί και να υπερβληθεί τουλάχιστον μία φορά η πλημμύρα σχεδιασμού του έργου μέσα στα χρόνια αυτά) είναι 97%, σχεδόν 100%, που σημαίνει ότι σχεδόν σίγουρα θα αστοχήσει.
- Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να τονισθεί εδώ είναι η έλλειψη μετρήσεων (συστηματικών παρατηρήσεων) απορροής μέσα στις αστικές περιοχές, π.χ. δεν υπάρχουν τέτοιες συστηματικές μετρήσεις απορροής στον Κηφισό. Το αποτέλεσμα είναι ότι όσο καλά μοντέλα να χρησιμοποιήσει κανείς, αν δεν μπορεί να τα ρυθμίσει με βάση πραγματικές μετρήσεις, μόνον υποθέσεις μπορεί να κάνει και επομένως εκτιμήσεις πλημμυρών μειωμένης αξιοπιστίας

3. Αντιπλημμυρική προστασία.
Κατασκευαστικά μέτρα αντιπλημμυρικής προστασίας.
Αυτή πρέπει να γίνεται μέσα στα πλαίσια ενός γενικότερου στρατηγικού σχεδιασμού για όλη την ευρύτερη περιοχή π.χ. για όλο το λεκανοπέδιο Αττικής, και όχι αποσπασματικά και τοπικά, μια μελέτη από δω, μια από 'κει, όπου κάθε φορά φαίνεται να υπάρχει πρόβλημα (Γιατί είναι σαφές ότι κάθε έργο επηρεάζει τα γύρω του π.χ. ένα έργο στα ανάντη μιας λεκάνης μπορεί να λύνει το τοπικό πρόβλημα, όμως μπορεί να δημιουργεί σοβαρότερο πρόβλημα στα κατάντη). Μέσα στα πλαίσια αυτού του σχεδιασμού, θα πρέπει να συνταχθεί μια συνολική μελέτη εκτίμησης των πλημμυρών και της συχνότητας εμφάνισης τους σε όλα τα κρίσιμα σημεία της περιοχής. Με βάση αυτή τη μελέτη να χαραχθούν στο χάρτη οι ζώνες ίσης πλημμυρικής επικινδυνότητας (κινδύνου). Αυτό είναι άλλωστε και το ζητούμενο και από πολλές ασφαλιστικές εταιρείες για να εκτιμήσουν τους δικούς τους δείκτες κόστους ασφάλισης. Με βάση αυτά πλέον μπορεί κανείς να σχεδιάσει συνολικά για την ευρύτερη περιοχή τα απαιτούμενα έργα αντιπλημμυρικής προστασίας, τα οποία θα συνεργάζονται και δεν θα αχρηστεύει το ένα το άλλο, ανάλογα με το βαθμό κινδύνου στην κάθε περιοχή, δίνοντας σωστά τις προτεραιότητες τους και επιλέγοντας σωστά τις αποδεκτές αστοχίες για κάθε έργο χωριστά. (Δ1.12).
Για την υλοποίηση της μελέτης αυτής που αφορά στην εκτίμηση πλημμυρών και ζωνών πλημμυρικής επικινδυνότητας απαιτούνται τα εξής βασικά στοιχεία:

- Καταγραφή ολόκληρου του δικτύου ομβρίων υδάτων με χρήση μεθόδων GIS (Γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών)
- Καταγραφή όλων των ρεμάτων και των περιοχών πλημμυρικής κατάκλισης που διασχίζουν την περιοχή με χρήση μεθόδων GIS
- Υδρολογική μελέτη για όλα τα κύρια ρέματα της πόλης (εκτίμηση λεκανών απορροής, παροχών αιχμής, πλημμυρικού όγκου για διάφορες περιόδους επαναφοράς Τ=2,5,10,50,100 χρόνια)
- Εκτίμηση ζωνών επικινδυνότητας (περιοχές ίσου πλημμυρικού κινδύνου)
- Υδραυλική μελέτη που αφορά στην εκτίμηση της επάρκειας διατομών και στάθμης σε κρίσιμες θέσεις. Εντοπισμός και αποτύπωση κρίσιμων περιοχών. Ομοίως εκτίμηση επάρκειας δικτύου ομβρίων και εντοπισμός κρισίμων θέσεων.
- Μελέτη ομβρίων καμπυλών για ισχυρές καταιγίδες μικρής διάρκειας και για διάφορες περιόδους επαναφοράς Τ=2,5,10,50,100
- Εκτίμηση της επάρκειας των υφιστάμενων δικτύων-ρεμάτων και ενδεχομένως ενδεικνυόμενες τροποποιήσεις ή σχεδίαση νέων όπου χρειάζεται
- Προτάσεις που θα περιλαμβάνουν τόσο κατασκευαστικά όσο και μη κατασκευαστικά μέτρα για την αντιπλημμυρική θωράκιση της περιοχής.
- Πρόγραμμα ιεράρχησης έργων και μέτρων ανάσχεσης πλημμυρών.

4. Αντιπλημμυρικός υδρολογικός σχεδιασμός.
Εδώ θεωρώ σκόπιμο να επαναλάβω γνωστά ίσως πράγματα σε όλους σας που όμως πρέπει να διασαφηνίζονται κάθε φορά. Δηλαδή, τί εννοούμε υδρολογικό σχεδιασμό, τί είναι περίοδος επαναφοράς Τ σχεδιασμού και τί αστοχία (διακινδύνευση) για τα n χρόνια λειτουργίας (χρονικού ορίζοντος προστασίας) του αντιπλημμυρικού έργου.
Υδρολογικός σχεδιασμός αντιπλημμυρικού έργου είναι η εκτίμηση της πλημμύρας σχεδιασμού του έργου και η διαστασιολόγηση του με βάση αυτήν την πλημμύρα. Πλημμύρα σχεδιασμού είναι εκείνη η πλημμύρα που αν εμφανιστεί μια τουλάχιστον ίση ή μεγαλύτερη απ' αυτήν το έργο θα αστοχήσει (θα υπερπηδηθεί).
Ο σχεδιασμός ξεκινά με την εκτίμηση της καταιγίδας σχεδιασμού. Κριτήρια σχεδιασμού (επιλεγόμενα από τον μηχανικό) είναι:
α) Η διάρκεια της καταιγίδας η οποία σχετίζεται με τον όγκο απορροής. Επιλέγεται μεγάλη διάρκεια όταν το έργο που κατασκευάζεται έχει πρόβλημα με το όγκο, η μικρή διάρκεια όταν το πρόβλημα είναι στην αιχμή της πλημμύρας. Η δυσμενέστερη δε αιχμή προκύπτει από δυσμενοποίηση της χρονικής κατανομής της καταιγίδας.
β) Η περίοδος επαναφοράς Τ. Θα πρέπει εδώ να λεχθεί ότι για Τ<500 χρόνια είναι γνωστό ότι η περίοδος της προκύπτουσας πλημμύρας είναι μικρότερη από αυτήν της καταιγίδας που την προκάλεσε (π.χ. σε καταιγίδα 80-ετίας αντιστοιχεί πλημμύρα 50-ετίας)

Με βάση τη διάρκεια t και την περίοδο επαναφοράς Τ από τις όμβριες καμπύλες (i, t, T) της περιοχής υπολογίζεται η ένταση της καταιγίδας σχεδιασμού. Δεχόμενοι ένα λογικό ποσοστό απωλειών εδάφους (πολύ μικρό για μεγάλες περιόδους επαναφοράς) μπορούμε να εκτιμήσουμε την ενεργό βροχόπτωση και από αυτό με βάση ένα μοντέλο λεκάνης (π.χ. μοναδιαίο υδρογράφημα αν η λεκάνη είναι γραμμική) υπολογίζεται η πλημμύρα σχεδιασμού περιόδου επαναφοράς Τ. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η πλημμύρα αυτή έχει πιθανότητα 1/Τ να εμφανιστεί σε κάθε στιγμή του χρόνου. Αν θέλουμε να βρούμε την αστοχία ενός τέτοιου αντιπλημμυρικού έργου που έχει σχεδιαστεί για τα n χρόνια προστασίας που έχει σχεδιαστεί να παρέχει, θα πρέπει να την εκτιμήσουμε ως εξής: r=1-(1-1/T)n π.χ. για Τ= 100 χρόνια και n=2 χρόνια η αστοχία είναι: r=1.99% ,ενώ αν η περίοδος Τ μειωθεί στα 10 χρόνια η αστοχία γίνεται: r=19%.

top